καταπείθομαι

καταπείθομαι
καταπείθω
persuade
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπείθω — (AM καταπείθω) (επιτ. τ. τού πείθω) 1. πείθω κάποιον πλήρως 2. μέσ. καταπείθομαι πείθομαι, πιστεύω σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”